τελεωσις...

τελεωσις...
    τελέωσις...
    τελείωσις, τελέωσις
    -εως ἥ
    1) окончание, завершение Arst., Diod.
    

ἔσται τ. τοῖς λελαλημένοις NT. — сказанное сбудется

    2) законченность, совершенство Arst.
    3) созревание, зрелость Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "τελεωσις..." в других словарях:

  • τελέωσις — development fem nom sg τελείωσις development fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελέωσις — ώσεως, ἡ, Α βλ. τελείωση …   Dictionary of Greek

  • τελεώσεις — τελέωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελέωσις development fem nom/acc pl (attic) τελείωσις development fem nom/voc pl (attic epic) τελείωσις development fem nom/acc pl (attic) τελειόω make perfect aor subj act 2nd sg (epic) τελειόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελείωση — η /τελείωσις, ώσεως, ΝΜΑ, και τελέωσις Α [τελειῶ, ώνω] 1. ολοκλήρωση, περάτωση («η τελείωση τού έργου») 2. η επίτευξη τής τελειότητας, το να κάνει τέλειο κάποιος κάτι ή το να γίνει τέλειος ο ίδιος (α. «η τελείωση τού ανθρώπου» β. «αἱ ἀρεταὶ… …   Dictionary of Greek

  • τελεώσεως — τελεώσεω̆ς , τελέωσις development fem gen sg (attic) τελεώσεω̆ς , τελείωσις development fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελέωσι — τελέω fulfil pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) τελέωσις development fem voc sg τελείωσις development fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελέωσιν — τελέω fulfil pres subj act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) τελέωσις development fem acc sg τελείωσις development fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»